- ταριχεύομαι
- ταριχεύομαι, ταριχεύτηκα και ταριχεύθηκα, ταριχευμένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ταριχεύω — ΝΜΑ [τάριχος] 1. αποτρέπω τη σήψη νεκρών ανθρώπων ή ζώων με διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσαμώνω 2. (σχετικά με τρόφιμα) διατηρώ για μεγάλο χρονικό διάστημα με αλάτισμα, κάπνιμα ή ξήρανση στον αέρα αρχ. 1. (σχετικά με ξύλο) κάνω… … Dictionary of Greek